τοπειογράφος

τοπειογράφος
ο, η, Ν
βλ. τοπιογράφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοπιογράφος — και εσφ. τ. τοπειογράφος, ο, η, Ν ο ζωγράφος τοπίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπίο + γράφος*. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. paysagiste και μαρτυρείται από το 1829 στον Α. Κοραή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”